- πεντεπαλαστος
- πεντεπάλαστοςπεντε-πάλαστος2(πᾰ) размером в пять палест (= 38.5 см) Xen.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πεντεπάλαστος — ον, Α βλ. πενταπάλαιστος … Dictionary of Greek
πεντεπάλαστον — πενταπάλαιστος five handbreadths wide masc/fem acc sg πενταπάλαιστος five handbreadths wide neut nom/voc/acc sg πεντεπάλαστος masc/fem acc sg πεντεπάλαστος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενταπάλαιστος — και πενταπάλαστος και πεντεπάλαστος και πεντεπάλαιστος, ον, Α αυτός που έχει πλάτος ή μήκος πέντε παλαστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * / πεντε + παλαστή / παλαιστή «παλάμη» (πρβλ. τρι πάλα[ι]στος)] … Dictionary of Greek
πεντεπαλάστους — πενταπάλαιστος five handbreadths wide masc/fem acc pl πεντεπάλαστος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)